μεταμόρφωση

μεταμόρφωση
Εξωτερική ή εσωτερική μεταβολή, αλλοίωση, μετουσίωση. (Βιολ.). Έντονη αλλαγή στη μορφή ή στη δομή ορισμένων ζώων, που συντελείται κατά τη μετεμβρυϊκή τους ανάπτυξη, προκειμένου οι οργανισμοί αυτοί να αποκτήσουν την οριστική μορφή του ώριμου ή ενήλικου ατόμου· η αλλαγή στην εξωτερική εμφάνιση συνοδεύεται πάντα από φυσιολογικές και βιοχημικές αλλαγές, καθώς και από αλλαγές στην συμπεριφορά. Η ανάπτυξη με μ. είναι τυπική των εντόμων, των μαλακοστράκων, των εχινοδέρμων και των μαλακίων, απαντάται, όμως, και σε ζώα με χαμηλότερο επίπεδο οργάνωσης, όπως είναι τα κνιδόζωα και οι δακτυλιοσκώληκες· στα σπονδυλωτά, η μ. παρατηρείται στα αμφίβια και σε ψάρια. Το νεαρό στάδιο, το οποίο ονομάζεται και προνυμφικό, έχει μορφή, οργάνωση και τρόπο ζωής, τα οποία μπορεί να διαφέρουν λιγότερο ή περισσότερο από τα αντίστοιχα του ενήλικου σταδίου. Συχνά, αυτές οι νεαρές μορφές μοιάζουν με τα εμβρυϊκά στάδια ανωτέρων οργανισμών ή με τις ώριμες μορφές ειδών που ανήκουν σε λιγότερο εξελιγμένες ταξινομικές ομάδες· οι προνύμφες των κολεοπτέρων και των λεπιδοπτέρων, παραδείγματος χάριν, έχουν εξωτερική μορφή αποτελούμενη από πολλά τμήματα και εσωτερική δομή που προσιδιάζει με εκείνη των μυριαπόδων· οι γυρίνοι, ονομασία των προνυμφών των ανούρων αμφιβίων, έχουν βραγχιακή αναπνοή, απλή κυκλοφορία αίματος και μακριά ουρά, όπως τα ψάρια. Στα αρθρόποδα, η μετεμβρυϊκή ανάπτυξη πραγματοποιείται μέσω διαφόρων αλλαγών του περιβλήματος και των προσαρτημένων σε αυτό οργάνων, οι οποίες οφείλονται στη μικρή ελαστικότητα της χιτινώδους επιδερμίδας και καλούνται εκδύσεις· οι τροποποιήσεις αυτές αποτελούν αληθινές μ., όταν συνοδεύονται από έντονες μορφολογικές αλλαγές. Τα έντομα διαφέρουν ως προς τον αριθμό των εκδύσεων, κατά την περίοδο ανάπτυξής τους, που μπορεί να ποικίλει από τέσσερις μέχρι και 40 ή περισσότερες εκδύσεις σε ορισμένα είδη, στα οποία η μ. συνεχίζεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής τους. Τα έντομα ταξινομούνται, ανάλογα με το είδος της μ., σε αμετάβολα ή πρωτόγονα, μετάβολα, φοβομετάβολα, ημιμετάβολα και ολομετάβολα. Στα αμετάβολα έντομα, δεν παρατηρείται κάποια εξωτερική αλλαγή κατά την ανάπτυξη, ενώ τα έντομα αυτά δεν αποκτούν ποτέ φτερά. Στα μετάβολα, είναι προφανείς οι αλλαγές τόσο στο σχήμα όσο και στη μορφή. Τα φοβομετάβολα υφίστανται άμεση μ., η οποία είναι απλή και βαθμιαία. Στα ημιμετάβολα, η μ. είναι ατελής και οι προνυμφικές μορφές είναι υδρόβιες και διαθέτουν βράγχια. Τα ολομετάβολα, τέλος, υφίστανται πλήρη ή έμμεση μ. με τέσσερα διακριτά στάδια ανάπτυξης. Η μ. των εντόμων χαρακτηρίζεται, επίσης, ως πλήρης ή ατελής· η πλήρης μ. αφορά περίπου το 88% των εντόμων και περιλαμβάνει τέσσερα στάδια: το αβγό, την προνύμφη, με σκωληκόμορφο, συνήθως, σχήμα, η οποία εκκολάπτεται από το αβγό και μπορεί να υφίσταται πολυάριθμες εκδύσεις, τη νύμφη ή χρυσαλλίδα, η οποία δημιουργεί ένα κουκούλι γύρω της, ενώ σε όλο το διάστημα που βρίσκεται κλεισμένη σε αυτό (από 4 ημέρες έως πολλούς μήνες) δεν τρέφεται και, τέλος, το ενήλικο άτομο. Ατελής μ. παρατηρείται μόνο στο υπόλοιπο 12% των εντόμων και αποτελείται από τρία στάδια: το αβγό, το σύνολο των οποίων περιβάλλεται συχνά από ένα προστατευτικό κάλυμμα, τη νύμφη και το ενήλικο άτομο (imago)· οι νύμφες μοιάζουν με μικρά ενήλικα, τρέφονται με την ίδια τροφή με αυτά, αλλά συνήθως είναι άπτερα, ενώ υφίστανται 4-8 εκδύσεις, μέχρι να αποκτήσουν το μέγεθος του ώριμου ατόμου. (Βοτ.). Πρόκειται για τη μετατροπή που υφίστανται μερικά μέρη των φυτών για να εκτελέσουν ιδιαίτερες λειτουργίες: από τα φύλλα, για παράδειγμα, γεννιούνται βλαστοί και από τον κορμό ή τα κλαδιά σχηματίζονται αγκάθια· το ίδιο το άνθος θεωρείται ως το μεταμορφωμένο τμήμα ενός κλάδου, τα φύλλα του οποίου μετασχηματίστηκαν σε σέπαλα, πέταλα, στήμονες και ύπερους. (Γεωλ.). Μεταβολή της φύσης πετρωμάτων και ορυκτών εξαιτίας φυσικοχημικών φαινομένων. Αυτή η μεταβολή προσδιορίζεται με την αλλαγή του ιστού των ορυκτών ή με τον σχηματισμό νέων, χωρίς τα πετρώματα να περάσουν από τη φάση της τήξης. Στην ουσία πρόκειται για μια προσαρμογή των κρυσταλλικών μονάδων στις νέες συνθήκες του περιβάλλοντος. Με αυτόν τον τρόπο, όταν ένα πέτρωμα που εμφανίζει έναν σταθερό σχηματισμό στην επιφάνεια της Γης, μετατοπιστεί σε μια βαθύτερη ζώνη, θα βρεθεί σε ασταθή ισορροπία ως προς το νέο περιβάλλον, οπότε παρεμβαίνουν χημικές και δομικές μεταβολές, έως ότου επιτευχθεί μια νέα ισορροπία. Τα πετρώματα που προκύπτουν από τη μ. λέγονται μεταμορφωσιγενή ή μεταμορφωμένα πετρώματα. Οι παράγοντες που καθορίζουν τη μ. είναι η θερμοκρασία, που οφείλεται στη γηγενή θερμότητα, η πίεση, που μπορεί να δρα προς όλες τις κατευθύνσεις ή μόνο προς μία, οπότε επιφέρει τον σχηματισμό κρυστάλλων προσανατολισμένων προς την ίδια διεύθυνση και, τέλος, τα υδατικά διαλύματα και αέρια που υπάρχουν μέσα στα πετρώματα και διευκολύνουν τις χημικές αντιδράσεις και τις μεταβολές του κρυσταλλικού πλέγματος των ορυκτών. Ανάλογα με τους παράγοντες που συμβάλλουν στη δημιουργία αυτού του φαινομένου υπάρχουν διάφοροι τύποι μ.: 1) μ. επαφής ή θερμική μ. των πετρωμάτων που περιβάλλουν μια πυριγενή μάζα (εκρηξιγενή ή διείσδυσης). Στην περίπτωση αυτή ο πρωτεύων παράγοντας είναι η θερμοκρασία που προκαλεί βαθείς ορυκτολογικούς και ιστολογικούς μετασχηματισμούς, όπως αφυδάτωση των ορυκτών, ανακρυστάλλωση και αποσύνθεση. Αντίθετα ο παράγοντας πίεση δεν παρουσιάζει αξιόλογη επίδραση. 2) δυναμική μ. ή δυναμομεταμόρφωση, συχνή στα πετρώματα που υπόκεινται σε έντονες δυναμικές δράσεις, όπως στην περίπτωση των ορογενετικών κινήσεων. Πρωτεύων παράγοντας είναι η πίεση, που επιδρά προς μία μόνο κατεύθυνση. Η αύξηση της θερμοκρασίας στην περίπτωση αυτή είναι μικρή. 3) ένα είδος δυναμικής μ. είναι και η διαστροφική μ., που οφείλεται σε βίαιες αναστροφικές κινήσεις ορογένεσης, οι οποίες επαναλαμβάνονται σε μια περιοχή, με αποτέλεσμα τα πετρώματα που μετατοπίζονται από τις έντονες ωθήσεις από μια περιοχή σε άλλη, να παρουσιάζουν ριζική μεταβολή της σύστασής τους. Παράδειγμα περιοχής όπου έδρασε η διαστροφική μ. αποτελούν οι Άλπεις. 4) θερμοδυναμική μ., που χαρακτηρίζεται από την σχεδόν ισόβαθμη επίδραση των παραγόντων θερμοκρασία και πίεση. 5) περιφερειακή ή τοπική μ., που αφορά την τοπική ή γενική εξάπλωση της μ. σε μια περιοχή και όχι στο είδος ή στην έντασή της. Ανάλογη προς το βάθος όπου συντελείται η μ. είναι και η έντασή της, ο βαθμός δηλαδή της μεταβολής των μεταμορφωθέντων πετρωμάτων. Γι’ αυτόν τον λόγο διακρίνονται τρεις ζώνες μ. από τα βαθύτερα σημεία προς την επιφάνεια: α) η κατά-ζώνη, η βαθύτερη δηλαδή ζώνη που περιλαμβάνει τον πυρήνα της μεταμορφωμένης περιοχής, όπου τα πετρώματα υπέστησαν την εντονότερη μεταμόρφωση. β) η επί-ζώνη που περιλαμβάνει τα πετρώματα που είναι πλησιέστερα προς την επιφάνεια και παρουσιάζουν τον μικρότερο βαθμό μεταμόρφωσης. γ) η μεσο-ζώνη, αυτή που παρεμβάλλεται μεταξύ δύο ζωνών, με μ. σε ενδιάμεσο βαθμό έντασης. Μεταμόρφωση πετρωμάτων. Μμάρμαρο της Kαράρας, φωτογραφημένο από πολωτικό μικροσκόπιο. Μεταμόρφωση πετρωμάτων. Μαρμαρυγιακός σχιστόλιθος, φωτογραφημένος επίσης από πολωτικό μικροσκόπιο. Ο προσανατολισμός των κρυστάλλων του μαρτυρεί ότι η πίεση, που προκάλεσε τη μεταμόρφωση, ασκήθηκε προς μία μόνο διεύθυνση. Μεταμόρφωση πετρωμάτων. Ένα δείγμα διαστροφικής μεταμόρφωσης: έντονα μεταμορφωμένος κρυσταλλικός σχιστόλιθος, κοντά σε περιοχές που δέχτηκαν επανειλημμένες αναστροφικές ορεογενετικές κινήσεις. Ένας βάτραχος στην κατάσταση του ακμαίου ατόμου. Μεταμόρφωση του βάτραχου από το αβγό, από τη στιγμή που το απέθεσε το θηλυκό και το γονιμοποίησε το αρσενικό, έως το στάδιο του γυρίνου.
* * *
η (ΑM μεταμόρφωσις) [μεταμορφώνω]
1. μεταβολή, αλλαγή τής μορφής ή τού σχήματος, μετασχηματισμός («οὐκ ἀγνοήσει τὰς μυθικὰς μεταμορφώσεις ἁπάσας», Λουκιαν.)
2. φρ. «ἡ μεταμόρφωσις τοῡ Σωτῆρος»
εκκλ. η εκούσια μεταλλαγή τής φθαρτής φύσης τού Ιησού Χριστού, καθώς και η εορτή που τελείται κατά την 6η Αυγούστου
3. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Μεταμορφώσεις
τίτλος έργου τού Οβιδίου
νεοελλ.
1. αλλαγή τής φύσης, τών ιδιοτήτων ή τού χαρακτήρα κάποιου
2. (ηλεκτρολ.) η μετατροπή τού ηλεκτρικού ρεύματος κατά την τάση, την ένταση ή τη μορφή, αλλ. μετασχηματισμός
3. (πετρογρ.) το σύνολο τών ορυκτολογικών και ιστολογικών μεταβολών που υφίσταται ένα στερεό πέτρωμα όταν βρεθεί σε συνθήκες πίεσης και θερμοκρασίας διαφορετικές από εκείνες που επικρατούσαν κατά τον σχηματισμό του
4. βιολ. το σύνολο τών ριζικών μετασχηματισμών στη μορφολογία και στη δομή ενός ζώου κατά τη μετεμβρυϊκή του ανάπτυξη, όπως λ.χ. τής κάμπιας σε πεταλούδα, τού γυρίνου σε βάτραχο κ.ο.κ.
5. βοτ. η διαδικασία μορφολογικής απόκλισης ενός οργάνου από τη γνωστή τυπική του μορφή, κατά την οποία το μεταμορφωμένο όργανο παίρνει συχνά τη μορφή άλλου θεμελιώδους οργάνου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • μεταμόρφωση — η μεταβολή εσωτερική ή εξωτερική, μεταλλαγή, αλλοίωση, μετουσίωση: Η μεταμόρφωση των δημόσιων πάρκων έγινε με φύτεμα πολλών λουλουδιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Μεταμόρφωση Σωτήρος — I Πρόκειται για μία από τις λεγόμενες δεσποτικές εορτές (εορτές που τελούνται προς τιμήν του Χριστού και αφορούν σημαντικά γεγονότα του βίου του) της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Σύμφωνα με την Αγία Γραφή και με την ιερή παράδοση, ο Ιησούς Χριστός,… …   Dictionary of Greek

  • μεταμορφώσῃ — μεταμορφώσηι , μεταμόρφωσις transformation fem dat sg (epic) μεταμορφόω transform aor subj mid 2nd sg μεταμορφόω transform aor subj act 3rd sg μεταμορφόω transform fut ind mid 2nd sg μεταμορφόω transform aor subj mid 2nd sg μεταμορφόω transform… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυναμική μεταμόρφωση — (Γεωλ.).Βλ. λ. δυναμομεταμόρφωση …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

  • σχιστόλιθοι — Κρυσταλλοσχιστώδη πετρώματα, που έχουν προέλθει από τη μεταμόρφωση άλλων πετρωμάτων, είτε εκρηξιγενών (ορθο σχιστόλιθοι), είτε ιζηματογενών (παρασχιστόλιθοι). Κοινά χαρακτηριστικά γνωρίσματα των σ. είναι η σχιστότητα, η παράλληλη δηλαδή διάταξη… …   Dictionary of Greek

  • νύμφη — Τελευταίο νεανικό στάδιο, πριν από το στάδιο του ακμαίου, στα έντομα που υφίστανται μεταμορφώσεις. Στα έντομα που η μεταμόρφωση είναι ατελής (ετερομετάβολα, όπως π.χ. τα ορθόπτερα) η ν. διάγει δραστήρια ζωή και διαφέρει από τα προηγούμενα νεανικά …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Θεσσαλονίκη — I (4ος αι. π.Χ.). Κόρη του Φιλίππου Β’ της Μακεδονίας και της συζύγου του Νικησίπολης, αδελφή του Μεγάλου Αλεξάνδρου. Σύζυγός της υπήρξε ο Κάσσανδρος, από τον οποίο απέκτησε τρεις γιους: τον Φίλιππο, τον Αντίπατρο και τον Αλέξανδρο. Τη σκότωσε ο… …   Dictionary of Greek

  • Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”